μηχανοϋποδοχέας

μηχανοϋποδοχέας
ο
ο μηχανοδέκτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοδέκτης — ο βιολ. εξειδικευμένη νευρική δομή η οποία εξασφαλίζει τη μεταγωγή τών μηχανικών ερεθισμάτων στο σώμα τού ζώου, αλλ. μηχανοϋποδοχέας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”